Η ανεξέλεγκτη και εντατική υπερβόσκηση αιγοπροβάτων στους φυσικούς οικοτόπους, αποτελεί έναν από τους σημαντικούς παράγοντες υποβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας.
Στις αρχές της δεκαετίας του 80, η κτηνοτροφία αιγοπροβάτων ξεκίνησε να επιδοτείται από την Ε.Ε. ως παραδοσιακή μορφή κτηνοτροφίας. Το ελληνικό κράτος που όφειλε να ενισχύσει με αυτό τον τρόπο την κτηνοτροφία με βάση την βοσκο-ικανότητα της κάθε περιοχής, μοίρασε χρήματα χωρίς να θέτει όρους και προϋποθέσεις για την αειφορική ενίσχυση της κτηνοτροφίας, (π.χ. για την δημιουργία υποδομών για την κτηνοτροφία, για την ενίσχυση των επαγγελματιών κτηνοτρόφων, για την προστασία των βοσκοτόπων και του γύρω περιβάλλοντος, κα) και χωρίς να τηρεί την εθνική και διεθνή νομοθεσία περί προστασίας δασών και φυσικών οικοτόπων. Σε αυτή την ανεξέλεγκτη οικονομική ενίσχυση ενέπλεξε και την τοπική αυτοδιοίκηση, η οποία ενοικίασε στους κτηνοτρόφους, δημοτικές εκτάσεις ως βοσκότοπους. Επειδή όμως λόγω των επιδοτήσεων δημιουργήθηκαν πολύ μεγάλα κοπάδια, χρειάζονταν τεράστιες εκτάσεις βοσκοτόπων για να προσφέρουν την απαιτούμενη βοσκο-ικανότητα. Έτσι η τοπική αυτοδιοίκηση ενοικίασε σε πολλές περιπτώσεις παρατύπως, δημοτικές εκτάσεις που δεν υπάρχουν, ενώ επίσης ενοικίασε ως βοσκότοπους και περιοχές που έχουν προταθεί για προστασία στο δίκτυο προστατευόμενων περιοχών NATURA 2000, ή που προστατεύονται από διεθνείς περιβαλλοντικές συμβάσεις.

Ως αποτέλεσμα αναπτύχθηκε κάθετα αυτής της μορφής η κτηνοτροφία σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, ιδιαίτερα στο Αιγαίο, με το πρόβλημα να είναι πιο έντονο στην περιοχή των νησιών του Αν. Αιγαίου και την Κρήτη, καθώς και στις βραχονησίδες στις οποίες έχει επέλθει ολική εξαφάνιση της χλωρίδας και έντονη διάβρωση.

Αυτή η χωρίς όρους και έλεγχο επιδότηση των αιγοπροβάτων αποτελεί την κύρια (αν όχι τη μοναδική) μορφή οικονομικής ενίσχυσης που απευθύνεται στους κατοίκους αυτών των συχνά απομονωμένων περιοχών. Ως αποτέλεσμα πολλοί κάτοικοι των περιοχών αυτών που δεν είναι κτηνοτρόφοι (αλιείς, γεωργοί, καταστηματάρχες, δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι, κα) για να λάβουν αυτή την οικονομική ενίσχυση, έχουν αγοράσει αιγοπρόβατα, τα έχουν αφήσει σε κάποια βραχονησίδα ή σε κάποια δημόσια έκταση, όπου βόσκουν εντατικά τη χλωρίδα της περιοχής και καταμετρούνται μια φορά τον χρόνο για να αποδοθεί η επιδότηση.

Η τεράστια αύξηση του αριθμού των αιγοπροβάτων, σε συνδυασμό με την ενασχόληση στην κτηνοτροφία πολλών μη-κτηνοτρόφων, έχει οδηγήσει στην κατάρρευση του παραδοσιακού συστήματος διαχείρισης των βοσκοτόπων που υπήρχε έως και πριν από μερικές δεκαετίες στις περιοχές αυτές.
Αυτή τη κάθετη αύξηση των αιγοπροβάτων έχει οδηγήσει στην υποβάθμιση της κτηνοτροφίας λόγω των παρακάτω:

  • (Αναπόφευκτη) καταστροφή των λίγων χώρων βόσκησης που υπήρχαν στην περιοχή,
  • στην κατάρρευση του παραδοσιακού συστήματος διαχείρισης της κτηνοτροφίας και των χώρων βόσκησης΄
  • για να μπορέσουν να επιβιώσουν όλα αυτά τα ζώα, δεδομένης της έλλειψης φυσικής τροφής, εισάγονται στα νησιά τροφές, π.χ. υποπαράγωγα του βαμβακιού, οι οποίες έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε φυτοφάρμακα και άλλες βλαβερές ουσίες. Οι ουσίες αυτές αναπόφευκτα μπαίνουν στην τροφική αλυσίδα μολύνοντας το κρέας και τα υποπροϊόντα των αιγοπροβάτων, καθώς και το χώμα, ενώ υποβαθμίζουν εμμέσως την υγεία των κατοίκων της περιοχής.

Οι επιπτώσεις της υπερβόσκησης στις μικρές νησίδες

Η ανεξέλεγκτη και εντατική υπερβόσκηση αιγοπροβάτων σε περιοχές όπου υπάρχουν ελάχιστοι φυσικοί χώροι βόσκησης, έχει καταστροφικές επιδράσεις στην τοπική χλωρίδα. Στα μικρά νησιά και τις νησίδες, οι οποίες χαρακτηρίζονταν από ποικίλη χαμηλή βλάστηση, παρατηρούμε ότι τα τελευταία χρόνια η βλάστηση έχει σχεδόν υποχωρήσει, ακόμα και τα πιο ανθεκτικά στη βόσκηση φυτά. Στα μεγαλύτερα νησιά όπου υπάρχουν μεγάλα δάση, τα δέντρα βοσκούνται έως το ύψος που φτάνουν τα αιγοπρόβατα, ενώ παράλληλα έχει μηδενιστεί ο ρυθμός ανανέωσης των δασών. Έτσι υποβαθμίζεται η τοπική χλωρίδα, εξαφανίζονται τα ενδημικά είδη φυτών, προκαλούνται έντονα φαινόμενα διάβρωσης, ενώ παράλληλα με την απώλεια της χλωρίδας δεν μπορεί να επιβιώσει ούτε και η πανίδα.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι ακατοίκητες βραχονησίδες αποτελούν σημαντικούς σταθμούς κατά τη μετανάστευση πολλών προστατευόμενων ειδών πουλιών, αλλά και χώρο αναπαραγωγής για πολλά από αυτά τα είδη πουλιών. Η υποβάθμιση της χλωρίδας μετατρέπει τις νησίδες και τις βραχονησίδες σε ακατάλληλους οικοτόπους για τα είδη αυτά.

Τέλος, πρέπει να αναφέρουμε ότι όλα αυτά τα προβλήματα που έχει δημιουργήσει τις τελευταίες δεκαετίες η ανεξέλεγκτη υπερβόσκηση, έχουν προκαλέσει έντονα κοινωνικά προβλήματα στην περιοχή, δεδομένου ότι «πολιορκούνται» κατοικημένες και γεωργικές περιοχές.

Για την επίλυση αυτού του θέματος υλοποιούνται τακτικά από τις τοπικές κοινότητες, συνελεύσεις, ημερίδες, δημόσιες συγκεντρώσεις κλπ, όπου και κάθε φορά διαπιστώνεται ότι το πρόβλημα είναι πιο έντονο και δυσεπίλυτο.
Το Αρχιπέλαγος Αιγαίου, ως επιστημονική περιβαλλοντική οργάνωση, για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τις καταστροφικές επιδράσεις που προκαλεί η υπερβόσκηση στο περιβάλλον του Αιγαίου, έχει κάνει επιστημονικές μελέτες των επιπτώσεων που προκαλεί η υπερβόσκηση στους φυσικούς οικοτόπους.