Πριν λίγες μέρες ολοκληρώθηκε με επιτυχία η πρότυπη Ωκεανογραφική Άσκηση 2008, που διοργάνωσε για δεύτερη συνεχή χρονιά το Αρχιπέλαγος, Ι.Θ.Α.Π.Ε.Α. στο ανατολικό Αιγαίο. Επί δέκα ημέρες, και σε συνεργασία με το τμήμα Θαλάσσιων Επιστημών του Πανεπιστημίου του Cardiff της Ουαλίας και τη συμμετοχή του Πανεπιστημίου Πειραιά, πραγματοποιήθηκαν έρευνες, μελέτες και αναλύσεις σε έξι θεματικές περιοχές της φυσιολογίας των θαλάσσιων οικοσυστημάτων και ταυτόχρονη πρακτική εφαρμογή στα αντίστοιχα ερευνητικά πεδία. Η πολυπληθής ερευνητική και επιστημονική ομάδα, που αποτελείτο, εκτός από το ερευνητικό δυναμικό του Αρχιπελάγους και από 50 ερευνητές και φοιτητές ειδικευμένους στην επιστήμη της θαλάσσιας εργάστηκε αεικίνητα και παρήγαγε σημαντικό έργο, που θα αξιοποιηθεί στην προσπάθεια της Οργάνωσης για την προστασία των θαλάσσιων οικοσυστημάτων των ελληνικών θαλασσών και της ΒΑ Μεσογείου στο σύνολό της.

Οι έρευνες, που εντάχθηκαν στις πάγιες και τρέχουσες ερευνητικές δραστηριότητες του Αρχιπελάγους, ξεκίνησαν από τον ερευνητικό σταθμό της Οργάνωσης στο βορειοανατολικό άκρο της Ικαρίας, και κάλυψαν με την αρωγή τεσσάρων σκαφών το ωκεανογραφικό πεδίο που έχει δημιουργήσει το Αρχιπέλαγος μέχρι τη νότια Σάμο.

Τα πρώτα συμπεράσματα που συνήγαγε η επιστημονική ομάδα του Αρχιπελάγους χρίζουν ιδιαίτερης προσοχής και ανάλυσης, καθώς οι δραστικές αλλαγές που υφίστανται σε σύντομο χρονικό διάστημα οι θαλάσσιοι οικοτόποι της περιοχής του ανατολικού Αιγαίου έρχονται να πιστοποιήσουν την ανησυχία που σταθερά εκφράζει το Αρχιπέλαγος, Ι.Θ.Α.Π.Ε.Α. για την υποβάθμιση των ελληνικών θαλασσών και των οικοσυστημάτων που τις περιβάλλουν.

Εν τούτοις, ο συνεργισμός ποικίλων επιστημονικών ειδικοτήτων και η χρήση αντίστοιχων μέσων υψηλής τεχνολογίας βοήθησε σε ένα πρώτο στάδιο στην αρτιότερη καταγραφή και ανάλυση δεδομένων, ενώ αδιαμφισβήτητα, η συγκριτική μελέτη των εν λόγω στοιχείων σε δεύτερο επίπεδο θα ενισχύσει καίρια τις δράσεις που υλοποιεί το Αρχιπέλαγος στον τομέα της βιολογικής χαρτογράφησης για τον καθορισμό αλιευτικών πεδίων και στη μελέτη για τις ανθρωπογενείς επιπτώσεις στη θαλάσσια χλωρίδα και πανίδα.

Αναλυτικότερα, οι ομάδες εργασίας που έδρασαν στο ερευνητικό πεδίο βοήθησαν στη συλλογή χρήσιμων δεδομένων και στην εξαγωγή πολύτιμων συμπερασμάτων:

  • Χρήση σόναρ και υποβρύχιων καμερών υψηλής ευκρίνειας για την απεικόνιση θαλάσσιων λιβαδιών Ποσειδωνίας και υφάλων ασβεστολιθικών ροδοφυκών (τραγάνα). Η μελέτη αυτή έγινε για τον καθορισμό της περιοχής που καλύπτεται από αυτά τα προστατευόμενα ενδιαιτήματα προτεραιότητας με στόχο τον καθορισμό αλιευτικών πεδίων. Καταγράφηκαν μεγάλες εκτάσεις θαλάσσιων λιβαδιών “Ποσειδωνίας”, μερικές από τις οποίες διατηρούσαν ένα πολύ ικανοποιητικό επίπεδο βλάστησης, ενώ άλλες εμφάνιζαν σημάδια πλήρους καταστροφής (από παράνομη αλιεία με μηχανότρατα). Παρόμοια συμπεράσματα εξήχθησαν και για τους υφάλους ασβεστολιθικών ροδοφυκών (τραγάνα). Τα ενδιαιτήματα αυτά αποτελούν τεράστια πηγή ζωής για τη θαλάσσια πανίδα και τα αποτελέσματα της καταστροφής τους ανυπολόγιστα. Αρκεί να συλλογιστούμε πως για την αναγέννηση ενός θαλάσσιου λιβαδιού “Ποσειδωνίας” απαιτούνται περίπου 100 χρόνια, ενώ στην περίπτωση της “τραγάνας” οι συνέπειες είναι σχεδόν μη αναστρέψιμες, αφού οι τελευταίες αναπτύσσονται με ρυθμό ελάχιστων χιλιοστών το χρόνο. Δυστυχώς, τα αποτελέσματα της εφαρμογής μη επιλεκτικών μορφών αλιείας στην περιοχή είναι εμφανή. Το γεγονός αυτό εντείνει την ανάγκη περαιτέρω έρευνας και την άσκηση μοχλών πίεσης προς τους αρμόδιους φορείς για τον καθορισμό αλιευτικών πεδίων.
  • Καταγραφή της βιοποικιλότητας των παραγωγικών παράκτιων οικοσυστημάτων, με τη χρήση μεθόδων οπτικής καταγραφής (visual census), μέσω κατάδυσης και με τη χρήση σύγχρονων τεχνολογικών μέσων. Κατά τη μελέτη επιλέχθηκαν περιοχές κοντά σε παράκτια οικοσυστήματα και καταγράφτηκε η επίδραση των ανθρωπογενών δραστηριοτήτων. Στις περισσότερες περιπτώσεις παρατηρήθηκε μείωση της βιοποικιλότητας, η οποία κατά τις περσινές αντίστοιχες έρευνες ήταν σε πολύ υψηλότερα επίπεδα. Η εφαρμογή μέτρων για τη μείωση των επιπτώσεων από τις ανθρωπογενείς δραστηριότητες στα παράκτια οικοσυστήματα είναι επιτακτική, ειδικά από τους φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης.
  • Παρατήρηση και καταγραφή των πληθυσμών θαλάσσιων θηλαστικών με τη χρήση ψηφιακών οπτικοακουστικών μέσων. Στόχος της έρευνας ήταν η συγκέντρωση δεδομένων για την οικολογία και τη συμπεριφορά των πληθυσμών των τεσσάρων ειδών δελφινιών, των δύο ειδών φαλαινών, αλλά και της μεσογειακής φώκιας, που ζουν στη συγκεκριμένη θαλάσσια περιοχή. Καταγράφτηκαν δύο μεγάλες ομάδες διαφορετικών ειδών δελφινιών (Ζωνοδέλφινο, Κοινό δελφίνι). Η ομάδα των Κοινών δελφινιών που εντοπίστηκε αποτελεί μία από τις τελευταίες στην ανατολική Μεσόγειο, η σύνθεση της οποίας άφησε αρκετά ελπιδοφόρα μηνύματα, καθώς αποτελείτο από αρκετά νεαρά άτομα. Επίσης, καταγράφηκε ολιγομελής ομάδα φυσητήρων, ένα είδος φαλαινών που διαπλέει μόνιμα το Αιγαίο. Παρά τη γενικότερη υποβάθμιση των θαλάσσιων οικοσυστημάτων, αυτά τα μεγάλα θηλαστικά επιλέγουν για μεταναστευτική δίοδο τη συγκεκριμένη περιοχή του Αιγαίου, γεγονός που μας δίνει ακόμα περισσότερα κίνητρα για τη διαφύλαξη της ισορροπίας και της υγείας των οικοσυστημάτων.
  • Μελέτη της βιοποικιλότητας φυτοπλαγκτού και ζωοπλαγκτού. Αναφορικά με το ζωοπλαγκτόν, τα αποτελέσματα κρίθηκαν αρκετά θετικά, όσον αφορά στην κατάσταση της πρωτογενούς παραγωγικότητας των θαλασσών. Το φυτοπλαγκτόν διατηρείται, όπως αναμενόταν, σε πολύ χαμηλά επίπεδα λόγω της εποχής και της περιοχής όπου πραγματοποιήθηκαν οι έρευνες.
  • Ανάλυση ποιότητας θαλάσσιων υδάτων, για την καταλληλότητα τους, ως νερά κολύμβησης και ανάλυση της καταλληλότητας πόσιμων υδάτων. Για τις αναλύσεις αυτές χρησιμοποιήθηκε καινοτόμο πρωτόκολλο του Πανεπιστημίου του Cardiff που επιτρέπει να γίνεται η ανάλυση των δειγμάτων σε σύντομο χρονικό διάστημα και με περιορισμένες ενεργειακές απαιτήσεις. Το πρωτόκολλο αυτό συνιστά ένα πολύτιμο εργαλείο, που μπορεί να δίνει άμεσα αποτελέσματα, ακόμα και έπειτα από φυσικές καταστροφές (π.χ σεισμοί, τσουνάμι). Οι αναλύσεις από τα νερά κολύμβησης, και από το πόσιμο νερό έδειξαν υψηλά επίπεδα μόλυνσης από μικροοργανισμούς. Το φαινόμενο ήταν ιδιαίτερα έντονο σε περιοχές κοντά σε αστικά κέντρα, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις τα νούμερα ήταν άκρως ανησυχητικά. Στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα θα γίνουν περαιτέρω αναλύσεις, σε όσο το δυνατόν περισσότερες νησιωτικές περιοχές, ώστε να αποκτήσουμε και εμείς και οι πολίτες μία πιο ολοκληρωμένη εικόνα για την κατάσταση που επικρατεί στην ποιότητα των υδάτων, ενώ παράλληλα θα γίνουν αυστηρές συστάσεις προς τους αρμόδιους φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης, ώστε να περιοριστούν οι πηγές μόλυνσης και να διασφαλιστεί η υγεία των κατοίκων. Στην προσπάθεια του Αρχιπελάγους θα συμβάλει αποφασιστικά η εγκατάσταση κινητής μονάδας χημικών αναλύσεων στο σκάφος της Οργάνωσης, ώστε να καλύψει σταδιακά η συγκεκριμένη δράση μεγαλύτερα τμήματα της νησιωτικής Ελλάδας.
  • Μελέτη διαχείρισης παράκτιων οικοτόπων, μέσω συγκριτικής ανάλυσης των παραπάνω δεδομένων και καταγραφής ανθρωπογενών επιδράσεων στα οικοσυστήματα της περιοχής. Πραγματοποιήθηκε συγκέντρωση δεδομένων για τα κοινωνικοοικονομικά χαρακτηριστικά της περιοχής, ενώ αναπτύχθηκαν σχέδια διαχείρισης, τα οποία θα ενταχθούν στις μελέτες που διεξάγει αφιλοκερδώς το Αρχιπέλαγος και θα κατατεθούν στους αρμόδιους διοικητικούς φορείς.

Η επιστημονική ομάδα του Αρχιπελάγους έχει ήδη προχωρήσει στην ανάλυση των δεδομένων που παράχθηκαν στο πλαίσιο της Ωκεανογραφικής Άσκησης 2008, τα οποία θα αξιοποιηθούν στις δράσεις προστασίας της Οργάνωσης. Κατά τους φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες η 30μελής ερευνητική ομάδα του Αρχιπελάγους πρόκειται να συνεχίσει την έρευνα σε αυτούς τους τομείς. Παράλληλα, με τη βοήθεια του ερευνητικού σκάφους Νηρέας, το “perpetuum mobile” του Αρχιπελάγους, θα συνεχιστούν τα ερευνητικά ταξίδια στις ελληνικές θάλασσες. Ο στόχος είναι διττός:

  1. η  συγκέντρωση δεδομένων που θα συμβάλλουν στην καλύτερη δυνατή κατανόηση των θαλάσσιων οικοτόπων και των παραγόντων που τους απειλούν, και     
  2. η διεύρυνση του κύκλου επαφών με τοπικές κοινωνίες και επίσημους φορείς, ώστε να ενεργοποιηθούν τα αντανακλαστικά περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης και να τεθούν σε εφαρμογή κατάλληλες πολιτικές αειφόρου διαχείρισης.