Σε μία εποχή όπου η λεγόμενη «πράσινη ανάπτυξη» κατέχει υψηλή θέση στα επενδυτικά πλάνα των επιχειρήσεων και στην κρατική πολιτική επικοινωνία, στην πραγματικότητα κυριαρχεί η επιλογή της μαύρης ανάπτυξης, με στόχο να αυξήσουν ορισμένοι το μέγεθος της κερδοφορίας τους, αδιαφορώντας για το συνεπακόλουθο περιβαλλοντικό ρίσκο.

Η ενδεχόμενη κατασκευή του αγωγού πετρελαίου Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη είναι δεδομένο πως θα θέσει σε δραματική περιβαλλοντική υποβάθμιση την ευρύτερη περιοχή του Έβρου.

Ο αγωγός προβλέπεται να γειτνιάζει με (αν δεν διαπερνά) μοναδικά οικοσυστήματα όπως το δάσος της Δαδιάς και τους υδροβιότοπους του ποταμού Έβρου (το Δέλτα του Έβρου αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους υδροβιότοπους της Ευρώπης) . Παράλληλα όμως, η κατασκευή του θα θέσει σε κίνδυνο εκτεταμένης καταστροφής τις κοινωνίες και τα οικοσυστήματα του Αιγαίου.

Καθώς ξεθωριάζει η αρχική έπαρση και το αίσθημα εθνικής ικανοποίησης που προσέδωσαν οι συναντήσεις κορυφής και το άρτιο επικοινωνιακό μάρκετινγκ σχετικά με τη δημιουργία του αγωγού, οι τοπικές κοινωνίες έχουν αρχίσει να συνειδητοποιούν ότι ο αγωγός δεν πρόκειται να τους φέρει καμία ανάπτυξη, (όπως άλλωστε δεν έχει φέρει κανένας άλλος αγωγός στον πλανήτη). Πολυάριθμα είναι τα παραδείγματα παγκοσμίως όπου οι δρόμοι του πετρελαίου φέρουν δεινά στα κράτη και τους πολίτες: πολέμους, χειραγώγηση των τοπικών κοινωνιών και καταστροφή του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων.

Το Αρχιπέλαγος, θεωρεί πως το μόνο βέβαιο αποτέλεσμα από τη λειτουργία του αγωγού Μπουργκάς- Αλεξανδρούπολη, πέρα από τα κέρδη των επενδυτών του (που φυσικά δεν αφορούν τους Έλληνες ή Βούλγαρους πολίτες), είναι η περιβαλλοντική καταστροφή σε γη και θάλασσα, όπως επίσης η τουριστική, οικονομική και κοινωνική απαξίωση της ευρύτερης περιοχής, καθώς και ο σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια υγεία. Με βάση το χωροταξικό μοντέλο που πρότεινε η προηγούμενη κυβέρνηση για την «ανάδειξη της Αλεξανδρούπολης ως διεθνής ενεργειακός κόμβος» – προωθείται το «επιτυχημένο;» μοντέλο ανάπτυξης που βλέπει κανείς σήμερα στο Πέραμα, την Ελευσίνα και τους Αγ. Θεοδώρους.

Το δέλεαρ που προσφέρεται στις τοπικές κοινωνίες είναι οι 250 θέσεις εργασίας που εξαγγέλλεται ότι θα δημιουργηθούν, αλλά ποτέ δεν έχει γίνει καμία αναφορά για τις πολλές εκατοντάδες θέσεων εργασίας που θα χαθούν σε μία περιβαλλοντικά υποβαθμισμένη περιοχή. Η δημιουργία του αγωγού, θα αναιρέσει όλους τους σχεδιασμούς αειφόρου οικονομικής ανάπτυξης της περιοχής, με άξονα τον οικοτουρισμό, το Δέλτα του Έβρου, το δάσος της Δαδιάς, τον εναλλακτικό τουρισμό, την αξιοποίηση της πολιτιστικής κληρονομιάς και του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης, καθώς και την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας.

Αναφορικά με το Αιγαίο, μία από τις πιο βιοποικίλες θάλασσες της Ευρώπης, αλλά και παγκοσμίως, το περιβαλλοντικό ρίσκο που θα επιφέρει ο αγωγός και φέρονται έτοιμοι να αναλάβουν με περισσή ευκολία οι συμβαλλόμενες πλευρές είναι πραγματικά τεράστιο. Πριν ακόμα γνωρίσουμε την ιδιαίτερη βιοποικιλότητα του Αιγαίου, η οποία κατάφερε να επιβιώσει για χιλιάδες χρόνια και αποτελεί παγκόσμια κληρονομιά, κινδυνεύουμε να φανούμε ανάξιοι να την προστατεύσουμε και να την παραδώσουμε στις επόμενες γενιές. Με τη λειτουργία του αγωγού, πέραν του ότι θα πολλαπλασιαστεί ο αριθμός των δεξαμενόπλοιων που θα διαπλέουν το Αιγαίο, θα προστεθεί επιπλέον ένας μεγάλος αριθμός δεξαμενόπλοιων, πρωτόγνωρης χωρητικότητας για την περιοχή, που θα μεταφέρει πολλαπλάσια ποσότητα πετρελαίου. Τη στιγμή λοιπόν, που ήδη οι θαλάσσιοι δρόμοι του Αιγαίου βρίσκονται σε οριακό σημείο κίνησης, (αυτή την περίοδο το Αρχιπέλαγος υλοποιεί μελέτη για την κίνηση των πλοίων στο Αιγαίο και τη συνεπαγόμενη εκτίμηση κινδύνων θαλάσσιου ατυχήματος) η ενδεχόμενη κατασκευή του αγωγού πετρελαίου – δίχως καμία πρόβλεψη για δημιουργία ενός πλαισίου κανόνων για την πρόληψη ή αντιμετώπιση θαλάσσιου ατυχήματος – αποτελεί κίνηση ανεύθυνη, αλόγιστη και επικίνδυνη.

Αξίζει να αναφέρουμε ότι οι ελληνικές θάλασσες χαρακτηρίζονται από την απουσία καθορισμού ελεγχόμενων διαδρόμων υποχρεωτικής πορείας (separation lanes), ελέγχου της κίνησης των πλοίων (traffic control), καθώς και μηχανισμού έγκαιρης αντίδρασης και αντιμετώπισης μικρού ή μεγάλου ατυχήματος, (μέτρα που εφαρμόζονται σχεδόν σε όλες τις κλειστές θάλασσες του κόσμου).

Η ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού να διαχειριστεί στην πράξη την υπάρχουσα κατάσταση κίνησης εμπορικών πλοίων και πετρελαιοφόρων στο Αιγαίο, και η ανικανότητα να αντιμετωπίσει κάποιο μικρό ή μεγάλο θαλάσσιο ατύχημα δεν αφήνει κανένα απολύτως περιθώριο αισιοδοξίας. Το ναυάγιο άλλωστε του Sea Diamond στη Σαντορίνη, το οποίο έγινε υπό ευνοϊκές καιρικές συνθήκες αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα.

Είναι ενδεικτικό πως σήμερα, λόγω των περιορισμών που τίθενται στα στενά των Δαρδανελίων, στο Αιγαίο κινούνται πετρελαιοφόρα (τύπου Αframax και Suez) με χωρητικότητα έως και 150.000 τόνους. Μετά την κατασκευή του αγωγού Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολης, προγραμματίζεται να μπουν στο Αιγαίο και δεξαμενόπλοια (τύπου Cape Size και VLCC) χωρητικότητας 300.000 – 400.000 τόνων.

Ακόμα και ο πιο ευφάνταστος νους αδυνατεί να συλλάβει πλήρως την καταστροφή που θα πλήξει το Αιγαίο, τις παράκτιες και νησιωτικές κοινωνίες, σε περίπτωση ατυχήματος και τη συνεπακόλουθη διαρροή καυσίμων από πλοία τέτοιου μεγέθους. Σημειώνεται πως στο ατύχημα του Exxon Valdez το 1989 στην Αλάσκα, όπου διέφυγε μία σχετικά μικρή ποσότητα πετρελαίου -περίπου 41.000 τόνοι- από το συνολικό φορτίο του πλοίου (200.000 τόνoι) καταστράφηκε μία περιοχή αντίστοιχη με το Αιγαίο σε έκταση. Σήμερα, έπειτα από 20 χρόνια, τα οικοσυστήματα της περιοχής παρουσιάζουν ακόμα την ίδια κατεστραμμένη εικόνα, ενώ η οικονομία των παράκτιων κοινωνιών συνεχίζει να υπόκειται τις δραματικές συνέπειες (συρρίκνωση, μετανάστευση, υποβάθμιση της υγείας και οικονομική καταστροφή).

Εκτός των άλλων, απαιτείται ιδιαίτερη προσπάθεια για να συλλάβει κάποιος τον αναπτυξιακό χαρακτήρα της κατασκευής του αγωγού. Αν μιλήσουμε με όρους οικονομικούς, είναι απολύτως κατανοητή η θέση και η πολιτική των εμπλεκομένων εταιρειών. Δυστυχώς όμως η θέση αυτή, όπως άλλωστε και τα συμφέροντα των τελευταίων ποτέ δεν συμπορεύτηκαν ή ακόμα περισσότερο ταυτίστηκαν με τη βιώσιμη ανάπτυξη, την προστασία του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας. Τα παραδείγματα είναι αναρίθμητα και οι ελάχιστες εξαιρέσεις απλώς συνθέτουν στις μέρες μας τον όρο πράσινη ανάπτυξη. Στην περίπτωση του πετρελαιαγωγού Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη δεν υπάρχει επιχείρημα που να μπορεί να αλλάξει τις ιδιότητες των χρωμάτων και τον χαρακτήρα της συγκεκριμένης επένδυσης.Το ζήτημα που εγείρεται απέναντι σε αυτό το έργο της μαύρης ανάπτυξης είναι το κατά πόσο είμαστε σε θέση να διαφυλάξουμε εμείς οι ίδιοι τα συμφέροντα μας και το δικαίωμα μας σε ένα βιώσιμο και ασφαλές περιβάλλον, τόσο για εμάς, αλλά κυρίως για τις μελλοντικές γενιές.

Μέχρι στιγμής, οι μόνες φωνές που ακούγονται είναι είτε από κοινωνίες πολιτών ένθεν κι εκείθεν των συνόρων, τα ντεσιμπέλ των οποίων μετά βίας γαργαλάνε ορισμένα ώτα στην Αθήνα και τη Σόφια, είτε από υπερευαίσθητα εθνικιστικά στοιχεία που συναρμόζονται άψογα με αυτή τη μαύρη εκδοχή της ανάπτυξης.

Πέραν τούτων, το lobby των αστικών περιβαλλοντικών οργανώσεων από τις οποίες περιμένουν πολλά οι πολίτες – περί άλλα τυρβάζουν και εξακολουθούν να μετατοπίζουν την περιβαλλοντική ανησυχία σε άλλα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Ίσως δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι βασικοί χορηγοί των επικεφαλής του περιβαλλοντικού lobby, δεν είναι άλλοι από τους βασικούς επενδυτές του αγωγού Μπουργκάς- Αλεξανδρούπολη.

Τέλος, η περιβαλλοντικά ευαίσθητη πτέρυγα του ελληνικού κοινοβουλίου συνεχίζει να εγείρει χλιαρές ενστάσεις χωρίς να ορθώνει ξεκάθαρη πολιτική θέση, ενώ η δογματική αριστερά φέρεται να συντάσσεται όλως παραδόξως, με τα παραπάνω συμφέροντα και όχι με τις κοινωνίες.

Το Αρχιπέλαγος, ΙΘΑΠΕΑ υπογραμμίζει – και πρέπει να γίνει πάση θυσία κατανοητό – πως αν αφεθούν τα πράγματα στην τύχη τους, η κατασκευή του αγωγού θα μετατρέψει κάθε σκέψη για την προστασία των οικοσυστημάτων και των σπάνιων ειδών του Αιγαίου σε ευσεβή πόθο και κάθε προσπάθεια που καταβάλλεται προς αυτή την κατεύθυνση σε γραφική ματαιοπονία.

Θα πρέπει να γίνει συνείδηση στον Έλληνα πολίτη ότι το ζήτημα δεν αφορά μόνο μία περιοχή της Ελλάδας, και απαιτείται μαζί με τους κατοίκους του Έβρου, συνολική, συντονισμένη και δυναμική αντίδραση προς κάθε κατεύθυνση.

Αφήστε μια απάντηση