Η προγραμματιζόμενη άντληση των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Ελλάδα θέτει σε δραματικό ρίσκο μη-αναστρέψιμης οικολογικής και κοινωνικό-οικονομικής καταστροφής τις ελληνικές θάλασσες, τις παραγωγικές χερσαίες ζώνες όπου προγραμματίζονται οι εξορύξεις, αλλά και την ίδια τη βιωσιμότητα της χώρας. Την στιγμή, λοιπόν, που η Ε.Ε. εξαγγέλλει την στρατηγική και τα σημαντικά αναμενόμενα οικονομικά οφέλη της Ελλάδας στο πλαίσιο της Γαλάζιας και της Πράσινης Ανάπτυξης, μία μεγάλη μερίδα Ελλήνων πολιτικών επιμένει να εστιάζει στη «Μαύρη Ανάπτυξη» και να προωθεί ως σανίδα σωτηρίας τις εξορύξεις υδρογονανθράκων, με αυτονόητη την υποβάθμιση τουριστικών, γεωργικών και φυσικών περιοχών, καθώς και των σχετικών οικονομικών δραστηριοτήτων.
Το Ινστιτούτο Θαλάσσιας Προστασίας “Αρχιπέλαγος” κάνει έκκληση στους φορείς της κοινωνίας των πολιτών, αλλά και σε κάθε ενεργό πολίτη να αναλογιστεί υπό ποιες προϋποθέσεις σχεδιάζεται να γίνει η εξόρυξη των μικρών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Ελλάδα, τα οποία είναι σχετικά μικρής αξίας, αλλά στην πλειονότητά τους και υψηλού ρίσκου λόγω του μεγάλου βάθους, ή/και των δύσκολων γεωλογικών και σεισμολογικών χαρακτηριστικών στις περιοχές όπου εντοπίζονται:

Οικονομικά Οφέλη

Το μόνο σίγουρο είναι ότι τα όποια οικονομικά οφέλη από τις εξορύξεις θα τα καρπωθούν οι πετρελαϊκές εταιρίες, οι οποίες θα έχουν και τον απόλυτο έλεγχο σε όλα τα στάδια των εργασιών (σεισμικές έρευνες, γεωτρήσεις, εγκαταστάσεις άντλησης, εξόρυξη, πώληση, αντιμετώπιση των περιστατικών ρύπανσης/διαρροών/ατυχημάτων, αλλά ακόμα και στις επιδημιολογικές μελέτες όπως δείχνει η διεθνής εμπειρία).
Από όλο αυτό το deal τα οφέλη των πολιτών θα είναι μηδαμινά, δεδομένου ότι για τους πολίτες το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο θα παραμείνει το ίδιο ακριβό, σε τιμές που καθορίζονται από τα διεθνή χρηματιστήρια. Ο ισχυρισμός ότι οι εξορύξεις θα βελτιώσουν το εμπορικό ισοζύγιο και θα ενισχύσουν την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας, αποτελεί φαιδρό επιχείρημα που προέρχεται από τους ίδιους οικονομολόγους και πολιτικούς που βούλιαξαν οικονομικά τη χώρα. Υπό τεράστιο συνεχές ρίσκο θα βρεθούν εκατομμύρια επαγγελματίες που απασχολούνται σε τομείς όπως ο τουρισμός, η αλιεία, η ιχθυοκαλλιέργεια, η γεωργία και τα πολυάριθμα συναφή γαλάζια και πράσινα επαγγέλματα, τα οποία μάλιστα προωθούνται από τις νέες στρατηγικές βιώσιμης ανάπτυξης της ΕΕ.
Οι πολιτικοί, οι οικονομολόγοι και οι πετρελαϊκές εταιρίες που προωθούν τις εξορύξεις, παρουσιάζουν τη χωροθέτηση των επενδύσεων σαν να βρίσκονται σε περιοχές που μοιάζουν με την έρημο του Ιράκ και της Σαχάρας, ή τις απομακρυσμένες θάλασσες βόρεια της Νορβηγίας, ενώ προσποιούνται ότι αγνοούν ότι όλα αυτά προγραμματίζεται να γίνουν δίπλα σε παράκτιες και παραγωγικές περιοχές όπου ζουν και εργάζονται εκατομμύρια πολίτες. Οι περιοχές αυτές είναι ήδη παραγωγικές, με θεμελιώδη σημασία για την ελληνική οικονομία. Σήμερα αποτελούν σημαντικές τουριστικές ζώνες, σημαντικές περιοχές αλιείας και ιχθυοκαλλιέργειας, γεωργίας και κτηνοτροφίας, ενώ στηρίζουν χιλιάδες θέσεις εργασίας που σχετίζονται με τη πολυσυζητημένη στρατηγική γαλάζιας και πράσινης ανάπτυξης της Ε.Ε. Ας μην ξεχνάμε ότι οι εξορύξεις προγραμματίζονται να γίνουν κοντά σε οικοτόπους παγκόσμιας περιβαλλοντικής σημασίας.
Αυτή η προοπτική μαύρης ανάπτυξης για την Ελλάδα στηρίζεται και από μία μειοψηφία επιστημόνων (συχνά παρηκμασμένων και κρατικοδίαιτων), που μπορεί να μην έχουν προσφέρει τίποτα άλλο σε αυτή τη χώρα, αλλά είναι έτοιμοι να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους κάθε φορά που προωθείται μία σαθρή επένδυση με αμφιλεγόμενα οφέλη. Όσον αφορά στα κίνητρά τους, έχουμε υποχρέωση ως ενεργοί πολίτες να αναρωτιόμαστε.

Καθώς οι υπέρμαχοι των εξορύξεων αρέσκονται να μιλούν με οικονομικούς όρους, οι ερευνητές του Ινστιτούτου “Αρχιπέλαγος”, αφήνουν για λίγο στην άκρη τα ζητήματα φύσης και βιοποικιλότητας και καλούν τους πολίτες να αξιολογήσουν την κατάσταση και με αυτό το πρίσμα:

Η εκτίμηση κερδών για το Ελληνικό δημόσιο είναι ακόμα ασαφής, όμως χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ενός από τους πρώτους «τυχερούς» της Μαύρης Ανάπτυξης: το κοίτασμα του Πατραϊκού. Σύμφωνα με τις πιο αισιόδοξες πρόσφατες οικονομικές προβλέψεις των επενδυτών, το ελληνικό δημόσιο θα λαμβάνει για τις εξορύξεις του κοιτάσματος του Πατραϊκού 200 εκατομμύρια ευρώ ανά έτος, (μία πρόβλεψη την οποία βέβαια κανείς δεν εγγυάται).
Τι ρισκάρουμε όμως σε περίπτωση ατυχήματος; Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας μόνο κατά την περίοδο Ιανουάριος – Σεπτέμβριος 2018, τα έσοδα από τον τουρισμό στην περιοχή του Ιονίου και της Δυτικής Ελλάδας ξεπέρασαν τα 2 δις ευρώ, δεκαπλάσια δηλαδή από τις αισιόδοξες προβλέψεις εσόδων για το ελληνικό δημόσιο για τις εξορύξεις του κοιτάσματος του Πατραϊκού.
H διεθνής εμπειρία έχει αποδείξει ότι σε μία περιοχή όπου γίνεται άντληση υδρογονανθράκων, τα ατυχήματα και η γενικότερη υποβάθμιση είναι αναπόφευκτα, παρ’ όλους τους αυστηρούς περιβαλλοντικούς όρους και μέτρα πρόληψης. Γι’ αυτό και είναι προφανές ότι εξορυκτικές δραστηριότητες δεν μπορούν να συνυπάρξουν με τον τουρισμό και τα λεγόμενα γαλάζια και πράσινα επαγγέλματα. Ας αναλογιστούμε το όφελος μόνο από τον κλάδο του τουρισμού στην ελληνική οικονομία, που για το 2017 έφτασε τα 35 δισ. ευρώ αντιπροσωπεύοντας το 19,7% του ΑΕΠ της χώρας, με 935.000 θέσεις εργασίας (24,8% της συνολικής απασχόλησης). Η συμβολή του τουρισμού στο ΑΕΠ προβλέπεται να αυξάνεται 3,7% κάθε χρόνο για την επόμενη δεκαετία με αναμενόμενο συνολικό οικονομικό όφελος στα 52,8 δισ. ευρώ το 2028 ( σύμφωνα με το Παγκόσμιο Συμβούλιο για τα Ταξίδια και τον Τουρισμό – WTTC). Ας μην ξεχνάμε ότι η βιομηχανία του τουρισμού στην Ελλάδα βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην ποιοτική φυσική και πολιτιστική κληρονομιά μας, δηλαδή στην εξαιρετική ποιότητα των θαλασσών μας, του νερού, του αέρα, της τροφής και του τοπίου γενικότερα.

Τι μας διδάσκει η διεθνής εμπειρία;

Η διεθνής εμπειρία αναδεικνύει χιλιάδες παραδείγματα ατυχημάτων που οφείλονται σε εξορυκτικές δραστηριότητες, ενώ πολυάριθμα είναι και τα περιστατικά που αποκρύπτονται. Στην περιοχή του ΒΑ Ατλαντικού όπου υπάρχει καλή παρακολούθηση, κατά την περίοδο 2007-2016 καταγράφηκαν 4,828 περιστατικά διαρροών υδρογονανθράκων. Ας εστιαστούμε όμως σε 2 χαρακτηριστικά παραδείγματα επιπτώσεων μίας χερσαίας και μίας υποθαλάσσιας εξόρυξης: