Δέκα ημέρες μετά το ναυάγιο του Αγία Ζώνη II, η απορρύπανση του θαλάσσιου χώρου έχει επικεντρωθεί σε αυτό που μας ενοχλεί αισθητικά και όχι στο σύνολο των πετρελαιοειδών, δηλαδή και σε αυτά έχουν βυθιστεί και κατακάτσει στον πυθμένα, ή αιωρούνται και μετακινούνται με τα θαλάσσια ρεύματα, αποτελώντας βασική πηγή ρύπανσης και εισόδου τοξικών ουσιών στην τροφική αλυσίδα. Δυστυχώς οι εργασίες απορρύπανσης έχουν επικεντρωθεί στις παραλίες της Αττικής και όχι στην ανατολική Σαλαμίνα – την κυρίως πληγείσα περιοχή που δέχθηκε το μεγαλύτερο ρυπαντικό φορτίο.
Το Ινστιτούτο Θαλάσσιας Προστασίας Αρχιπέλαγος, βρέθηκε στην περιοχή από την πρώτη στιγμή, με ομάδα θαλάσσιων ερευνητών που υλοποίησε αυτοψίες και δειγματοληψίες, με στόχο να διαμορφώσει μία αντικειμενική εκτίμηση της έκτασης της καταστροφής, αλλά και του τρόπου με τον οποίο ο συγκεκριμένος τύπος πετρελαίου, υπό τις συγκεκριμένες θερμοκρασίες και ρεύματα διασκορπίζεται και διαχέεται στις θάλασσες.
Στόχος μας είναι να ασκηθεί πίεση έτσι ώστε οι εργασίες απορρύπανσης να συγκεντρώσουν και τα μη εύκολα ορατά πετρελαιοειδή, τα οποία αποτελούν επίσης σημαντική πηγή ρύπανσης. Αξιοσημείωτο είναι ότι σύμφωνα με την εμπειρία από το ατύχημα του Exxon Valdez το 1989, σήμερα σχεδόν 30 χρόνια μετά, υπάρχει ακόμα στο θαλάσσιο πυθμένα της περιοχής στρώμα πετρελαιοειδών που παραμένουν τοξικά και συνεχίζουν να ρυπαίνουν τα οικοσυστήματα και τα ιχθυαποθέματα.
Προτεραιότητα για το Ινστιτούτο Αρχιπέλαγος είναι να μην προσπεραστεί και αυτό το ναυάγιο μόλις σβήσουν τα φώτα της δημοσιότητας, όπως έγινε άλλωστε με το Sea Diamond το οποίο 10 χρόνια μετά συνεχίζει να ρυπαίνει, έχοντας χαρακτηριστεί από ΕΕ ως εγκαταλελειμμένο απόβλητο. Οι κρατικές αρχές έχουν καταβάλει μία μεγάλη προσπάθεια όλα αυτά τα χρόνια, να μας πείσουν ότι δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος από το ναυάγιο και δεν θα πρέπει να ασχολούμαστε με αυτό…
Στόχος μας είναι η καταστροφή που βιώνει αυτή τη στιγμή ο Σαρωνικός, να αποτελέσει αφορμή έτσι ώστε να αναπτυχθεί ένας λειτουργικός μηχανισμός (και όχι σχέδια επί χάρτου) που θα προστατεύει τις θάλασσες μας από τις επόμενες καταστροφές. Πρέπει να επισημάνουμε ότι από τις αρχές του χρόνου έγιναν 9 σοβαρά ναυάγια στις ελληνικές θάλασσες, τα οποία απλώς έτυχε να μην προκαλέσουν ρύπανση από πετρελαιοειδή ή να μη μεταφέρουν άλλο επικίνδυνο φορτίο.
Πρέπει να τονιστεί επίσης ότι λόγω της έλλειψης επαρκούς σχεδιασμού και προετοιμασίας, οι εργάτες απορρύπανσης είναι αυτή τη στιγμή τα πρώτα θύματα αυτού του ναυαγίου, καθώς εργάζονται με ανεπαρκείς προφυλάξεις αλλά και ελλείπεις γνώσεις και την επικινδυνότητα και ασφαλή προσέγγιση των υλικών με τα οποία έρχονται σε επαφή και εισπνέουν.
Η έλλειψη αποτελεσματικού μηχανισμού διαχείρισης θαλασσίων ατυχημάτων, επισημαίνεται από το Ινστιτούτο Αρχιπέλαγος επί 15 χρόνια (Βλέπετε περισσότερα στο σχετικό σύνδεσμο ) σε όλες τις αρμόδιες αρχές και κυβερνήσεις, αλλά η απραξία είναι διαχρονική. Ας αναλογιστούμε ότι η συγκεκριμένη καταστροφή έγινε από το διασκορπισμό στη θάλασσα ποσότητας πετρελαίου μαζούτ, μικρότερης των χιλίων τόνων, υπό ιδανικές καιρικές συνθήκες κατά τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου, μέσα στη ζώνη traffic control του κεντρικού λιμανιού της χώρας, ένα από τα μεγαλύτερα της Μεσογείου. Στην ίδια περιοχή είναι συγκεντρωμένη η πλειονότητα των αντιρρυπαντικών σκάφων και εξοπλισμού της χώρας, τα περισσότερα μεγάλα ρυμουλκά. Εκεί εδρεύουν τόσο το συντονιστικό όργανο της Διεύθυνσης Προστασίας Θαλασσίου Περιβάλλοντος του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, όπως και οι ιδιωτικές αντιρρυπαντικές εταιρείες.
Υπό αυτές τις «ευνοϊκές συνθήκες» ατυχήματος, επιβεβαιώθηκε η ανεπάρκεια του υπάρχοντος μηχανισμού αντιμετώπισης. Ας αναλογιστούμε λοιπόν τις επιπτώσεις από ένα αντίστοιχο ατύχημα που θα μπορούσε να συμβεί κάθε στιγμή στο Αιγαίο, για παράδειγμα στο Στενό του Καφηρέα, ανάμεσα στην Εύβοια και την Άνδρο, ή στο στενό Κυθήρων – Ελαφονήσου, ή σε άλλα αντίστοιχα σημεία υψηλού ρίσκου. Αυτά τα στενά περάσματα διαπλέονται κάθε μήνα περίπου 250-300 πετρελαιοφόρα και δεκάδες άλλα πλοία με επικίνδυνα φορτία (πχ υδατοδιαλυτές, τοξικές χημικές πρώτες ύλες, η ανάκτηση των οποίων είναι αδύνατη), με χωρητικότητα που μπορεί να ξεπεράσει τους 120.000 τόνους. Περίπου το 50% αυτών φέρει σημαίες ευκαιρίας, γεγονός που αυξάνει περαιτέρω την πιθανότητα ατυχήματος.
Επομένως απόλυτη προτεραιότητα αποτελεί η ανάπτυξη μηχανισμών, αξιοποιώντας νέες τεχνολογίες και την υπάρχουσα τεχνογνωσία, καθώς και το υφιστάμενο δυναμικό της χώρας μας, τόσο από το δημόσιο όσο και από τον ιδιωτικό τομέα για την αντιμετώπιση θαλάσσιων ατυχημάτων. Παράλληλα άμεση είναι και η ανάγκη καθορισμού διαδρόμων κυκλοφορίας των πλοίων (traffic separation), αλλά μηχανισμού ελέγχου κυκλοφορίας (traffic control) στο σύνολο των ελληνικών θαλασσών και ιδίως στο Αιγαίο (και όχι αυτά να καλύπτουν μόνο στα κεντρικά λιμάνια της χώρας, όπως συμβαίνει σήμερα).
Τα παραπάνω θεωρούνται αυτονόητα μέτρα τα οποία εφαρμόζονται επί δεκαετίες σε όλες τις περιοχές υψηλής θαλάσσιας κυκλοφορίας και ρίσκου ανά τον πλανήτη. Η έλλειψη αυτών στις ελληνικές θάλασσες, έχει χαρακτηρίσει το Αιγαίο ως μία από τις πλέον χαοτικές ζώνες θαλάσσιας κυκλοφορίας παγκοσμίως, με υψηλότατο ρίσκο θαλάσσιου ατυχήματος.
Δεδομένης της έλλειψης άμεσων πόρων από το ελληνικό κράτος, το Ινστιτούτο Αρχιπέλαγος κρίνει απαραίτητη τη δημιουργία ενός Ταμείου Πρόληψης και Αντιμετώπισης Θαλάσσιων Ατυχημάτων, στο όποιο θα πρέπει να συμμετέχουν υποχρεωτικά τα διυλιστήρια, οι πετρελαϊκές εταιρείες και όλοι όσοι εμπλέκονται στην επεξεργασία, διακίνηση και αποθήκευση πετρελαιοειδών. Εξάλλου κρίνουμε αυτονόητο να συνδράμουν ουσιαστικά στη διαδικασία πρόληψης και αντιμετώπισης, εκείνοι που έχουν οικονομικό όφελος από τις δραστηριότητες, αυξάνοντας παράλληλα το ρίσκο ατυχήματος. Είναι λοιπόν άδικο να μετακυλιθεί και αυτό το κόστος στους πολίτες και τη χώρα, όταν μάλιστα οι συγκεκριμένες εταιρείες διαθέτουν πολλά εκατομμύρια σε δράσεις κοινωνικού χαρακτήρα που απλώς βελτιώνουν την εικόνα τους. (Για παράδειγμα μόνο η Motor Oil και τα ΕΛΠΕ κατά το 2015 και 2016 διέθεσαν συνολικά 44,5 εκατομμύρια ευρώ σε δράσεις εταιρικής κοινωνικής ευθύνης και σε επενδύσεις για το περιβάλλον, όπως αναφέρουν οι ίδιοι).
Ενόψει αυτού του μεγάλου πλήγματος στο Σαρωνικό και της αποδειγμένης πλέον αναποτελεσματικότητας του κρατικού μηχανισμού, το Ινστιτούτο Θαλάσσιας Προστασίας Αρχιπέλαγος θα συνεχίσει να παρακολουθεί τις πληγείσες περιοχές τόσο στη ρηχή παράκτια ζώνη όσο και στα βαθύτερα νερά, αλλά και να ασκεί πίεση έως ότου ολοκληρωθεί μία ουσιαστική απορρύπανση.
Παράλληλα, έχοντας ήδη αναπτύξει τα προηγούμενα χρόνια, σε συνεργασία με ελληνικά ερευνητικά ιδρύματα και πανεπιστήμια, μηχανισμό πρόβλεψης ρίσκου ατυχήματος σε πραγματικό χρόνο, αλλά και έχοντας εκπονήσει προτάσεις διαχείρισης ρίσκου και σχέδιο χωροθέτησης των θαλάσσιων διαδρόμων, θα συμβάλλουμε με κάθε τρόπο, έτσι ώστε οι Ελληνικές θάλασσες από μία χαοτική θαλάσσια ζώνη για την κίνηση των πλοίων, να γίνουν ασφαλείς για τους πολίτες, τη βιοποικιλότητα, αλλά και την ίδια τη ναυτιλία.
Θοδωρής Τσιμπίδης
Διευθυντής
Ινστιτούτο Θαλάσσιας Προστασίας «Αρχιπέλαγος»