εντοπίστηκαν εξασθενημένοι, αλλά, ευτυχώς ζωντανοί, σε βραχώδεις περιοχές στις δυτικές ακτές της Κέρκυρας. Δεδομένου ότι τις τελευταίες ημέρες το σύνολο των δυνάμεων των λιμενικών αρχές και διασωστών στο νησί συμμετέχουν στις υπεράνθρωπες προσπάθειες για τη διάσωση των επιβατών του πλοίου Euroferry Olympia και την κατάσβεση της φωτιάς, η αντιμετώπιση των συγκεκριμένων περιστατικών εκβρασμού κατέστη ακόμα δυσκολότερη.
Το Ινστιτούτο Θαλάσσιας Προστασίας Αρχιπέλαγος βρίσκεται σε διαρκή επικοινωνία με τον υφυπουργό περιβάλλοντος κ. Αμυρά, ο οποίος ανέλαβε προσωπικά το συντονισμό της διαχείρισης των περιστατικών ελλείψει του απαραίτητου εθνικού μηχανισμού ανταπόκρισης, καθώς και με το λιμεναρχείο της περιοχής, την Ελληνική Ομάδα Διάσωσης και με τους εθελοντές και την κτηνίατρο από την περιοχή που βρέθηκαν στο σημείο. Πρώτη προτεραιότητα για όλους όσους συνέδραμαν στο περιστατικό ήταν η αποφυγή, εν τω μέσω δύσκολων καιρικών συνθηκών, της πρόσκρουσης των Ζιφιών στις βραχώδεις ακτές και του τραυματισμού τους. Χωρίς τον κατάλληλο εξοπλισμό και χωρίς την κατάλληλη εκπαίδευση όσων συμμετείχαν στη διαδικασία ανταπόκρισης, οι δυνατότητες ήταν περιορισμένες και, συνεπώς, αρχικός στόχος ήταν να μπορέσουν οι Ζιφιοί να παραμείνουν με ασφάλεια στα παράκτια νερά. Εξαιτίας της απουσίας υποδομών περίθαλψης, και δεδομένων των έντονων καιρικών συνθηκών και της εκτεταμένης βραχώδους ακτογραμμής, επιχειρήθηκε η επαναπροώθηση τους, όμως οι προβλέψεις για αυτούς δεν είναι αισιόδοξες.
Σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο ότι, την ίδια ημέρα, εντοπίστηκαν στις ακτές της Κέρκυρας 3 Ζιφιοί σε κοντινή απόσταση (περίπου 25 χιλιομέτρων), οι οποίοι παρουσίασαν παρόμοια συμπτώματα. Δυστυχώς, υπάρχουν βάσιμες ανησυχίες ότι περισσότεροι Ζιφιοί πιθανώς να έχουν εκβραστεί σε πιο απόκρημνες ακτές της ευρύτερης περιοχής.
Σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία από πολυάριθμα περιστατικά που αφορούν το ίδιο είδος, είναι ευρέως παραδεκτό ότι ο κυριότερος παράγοντας απειλής για τους Ζιφιούς είναι η έντονη υποβρύχια ηχορύπανση, είτε από συγκεκριμένες συχνότητες sonar του πολεμικού ναυτικού, είτε από τις “ηχητικές εκρήξεις” που προκαλούνται κατά διάρκεια των σεισμικών ερευνών. Αυτή η αιφνιδιαστική και έντονη ηχορύπανση, ωθεί τους Ζιφιούς σε απότομη ανάδυση από τα βαθιά νερά προκαλώντας συμπτώματα αντίστοιχα με αυτά της νόσου των δυτών, με συχνό αποτέλεσμα τον θάνατό τους.
Ο εκβρασμός των Ζιφιών συμπίπτει χρονικά με την παρουσία, στην ίδια θαλάσσια περιοχή του σεισμογραφικού πλοίου SW Cook, με σημαία Κύπρου, το οποίο δραστηριοποιείται στην περιοχή από τις αρχές Φεβρουαρίου. Την ημέρα του εκβρασμού ακολουθούσε βόρεια πορεία από Κεφαλονιά προς Κέρκυρα και έπειτα έκανε αναστροφή 180 μοιρών στο μέσο περίπου της Κέρκυρας, κοντά στην περιοχή όπου έγιναν οι εκβρασμοί. Καθ΄ ολη αυτή την πορεία έως και σήμερα – μία ημέρα μετά – διατηρεί σταθερή ταχύτητα 4 μιλίων, άρα συνεχίζει αδιάλειπτα τις ισχυρές ηχητικές εκρήξεις. Την ίδια χρονική στιγμή, ένα δεύτερο σεισμογραφικό πλοίο, το νορβηγικό Geo Barents, επίσης διέπλεε τα διεθνή ύδατα ανοιχτά της Κέρκυρας, με πορεία από τις ακτές της Αλβανίας προς τη νότιο Ιταλία, όμως δεν είναι ακόμα γνωστό εάν και σε ποιες περιοχές έκανε χρήση του σεισμογραφικού εξοπλισμού του.
Ζούμε σε μία περίοδο που οι αρμόδιες αρχές έχουν ξεκινήσει να αναλαμβάνουν επίσημες δεσμεύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, καθώς από αυτό εξαρτάται και η δική μας επιβίωση. Είναι λοιπόν οξύμωρο, όταν βρισκόμαστε, στο τέλος της εποχής των ορυκτών καυσίμων που έχει αφήσει ένα τρομακτικό αποτύπωμα στον πλανήτη, και καθώς δρομολογείται η σταδιακή μας απεξάρτηση από αυτά, να συνεχίζουμε να ανεχόμαστε πετρελαϊκές εταιρείες που στο τέλος της “παντοκρατορίας τους” επιφέρουν τόσο σοβαρά πλήγματα στο φυσικό μας περιβάλλον. Είναι προφανές ότι τα εταιρικά συμφέροντα δεν ταυτίζονται με τα συμφέροντα των πολιτών, ούτε των υπόλοιπων ειδών που έχουν καταφέρει να επιβιώσουν στις θάλασσές μας μέχρι και σήμερα.
Σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις για την προστασία των κητωδών, επιβάλλεται η άμεση διακοπή των σεισμικών ερευνών στην ευρύτερη περιοχή, έως ότου προσδιοριστεί η ενδεχόμενη συσχέτισή τους με τους τους συγκεκριμένους εκβρασμούς και μέχρι να εξακριβωθεί ο βαθμός κινδύνου για τα εναπομείναντα θηλαστικά που επιβιώνουν στα νερά της περιοχή.